- ορχηστήρ
- ὀρχηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)1. ορχηστής2. ψάρι που σπαρταρά3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» — πολεμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- τού ὀρχοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνησ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρχηστήρ — warrior masc nom sg ὀρχηστής dancer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρα — ὀρχηστήρ warrior masc acc sg ὀρχηστής dancer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρας — ὀρχηστήρ warrior masc acc pl ὀρχηστής dancer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρες — ὀρχηστήρ warrior masc nom/voc pl ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρι — ὀρχηστήρ warrior masc dat sg ὀρχηστής dancer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρος — ὀρχηστήρ warrior masc gen sg ὀρχηστής dancer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχηστήριον — ὀρχηστήριον, τὸ [ορχηστήρ] (Μ) τόπος όπου χορεύουν … Dictionary of Greek